-
1 ἐξ-ανᾱλίσκω
ἐξ-ανᾱλίσκω (s. ἀναλίσκω), ganz verbrauchen, verwenden; τὰ ἀλλότρι' ἐξανάλωται ταχύ Plat. com. bei Ath. IX, 367 d. Uebertr., ἐξαναλῶσαι γένος, zu Grunde richten, Aesch. Ag. 664; durch Geldaufwand erschöpfen, ἐξανήλωνται οἱ ἴδιοι οἶκοι Dem. 13, 27, wie 50, 15; ἐξανηλωμένοι ἐν τῷ πολέμῳ, mit παντελῶς ἀπόρως διακείμενοι verbunden, Aesch. 3, 103; ἐξανηλίσκοντο οἱ ναύκληροι Strab. 8, 378.
-
2 εξαναλισκω
(fut. ἐξαναλώσω; pf. pass. ἐξανήλωμαι)1) потреблять, растрачивать, расходовать(τὰ πλεῖστα τῶν ἰδίων εἰς τὸν πόλεμον Plut.; ἐξανήλωνται οἱ ἴδιοι πάντες Dem.)
2) истощатьἐξανηλωμένοι ἐν τῷ πολέμῳ Aeschin. — разоренные войной;pass. — подходить к концу, кончаться (ἐξαναλισκομένου τοῦ περιττώματος Arst.)3) истреблять, искоренять(ἐξαναλῶσαι γένος Aesch.)
-
3 ἐξαναλίσκω
Aἐξανήλωμαι Hp.Nat.Puer.30
, but- ανάλωμαι Pl.Com.175
:—spend entirely,τὰ πλεῖστα τῶν ἰδίων ἐ. Plu.Pomp.20
:— [voice] Pass.,τὰ ἀλλότρι'.. ἐξανάλωται Pl.Com.
l. c.;τὰ παρ' ἐμοῦ ἐξανηλωμένα D.50.15
.2 exhaust,ἐξανήλωσεν ὁ ἥλιος [τὸ ὑγρόν] Thphr. Vent.15
, etc.;ἐ. δύναμιν ἔν τινι Plu.Cat.Mi.20
:—[voice] Pass., to be used up, exhausted, Arist.GA 750a34;εἴς τι Hp.Nat.Puer.
l. c.;διὰ τῆς καθάρσεως Sor.1.31
;πόνος ἐξανηλώθη Babr.95.44
.3 destroy utterly,ἐξαναλῶσαι γένος A.Ag. 678
:—[voice] Pass.,ἐξανήλωνται δ' οἵ τ' ἴδιοι πάντες οἶκοι καὶ τὰ κοινὰ τῇ πόλει D.13.27
, Aeschin.3.103.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξαναλίσκω
-
4 ἐξανᾱλίσκω
ἐξ-ανᾱλίσκω, ganz verbrauchen, verwenden. Übertr., ἐξαναλῶσαι γένος, zu Grunde richten; durch Geldaufwand erschöpfen
См. также в других словарях:
εξαναλίσκω — ἐξαναλίσκω και έξαναλῶ, όω, Μ και ἐξαναλώνω (AM) [αναλίσκω] 1. ξοδεύω εντελώς, καταδαπανώ, καταξοδεύω («καὶ τὰ μὲν παρ έμοῡ ἐξανηλωμένα», Δημοσθ.) 2. εξαντλώ, φθείρω («[τὸ ὑγρὸν] ἐξανήλωσεν ὁ ἥλιος», Θεόφρ.) 3. καταστρέφω εντελώς, αφανίζω («οὔπω… … Dictionary of Greek